ἐνετός: Difference between revisions

2
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνετός]], -ή, -όν (AM) [[ἐνίημι]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρεμβάλλεται, παρέμβλητος<br /><b>2.</b> αυτός που διαχέεται [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[βαλτός]], [[εγκάθετος]].
|mltxt=[[ἐνετός]], -ή, -όν (AM) [[ἐνίημι]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρεμβάλλεται, παρέμβλητος<br /><b>2.</b> αυτός που διαχέεται [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[βαλτός]], [[εγκάθετος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνετός:''' [adj. verb. к [[ἐνίημι]] подосланный ([[ὑπό]] τινος Xen. - v. l. [[ἀναστάς]]).
}}
}}