προαγγέλλω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προαγγέλλω:''' μέλ. <i>-αγγελῶ</i>, [[ανακοινώνω]] από [[πριν]], εκ των προτέρων, σε Ξεν.
|lsmtext='''προαγγέλλω:''' μέλ. <i>-αγγελῶ</i>, [[ανακοινώνω]] από [[πριν]], εκ των προτέρων, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''προαγγέλλω:''' заранее возвещать, наперед объявлять (π. μάχην [[ἔσεσθαι]] Xen.; πόλεμον π. Polyb.).
}}
}}