καταδέχομαι: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδέχομαι:''' -[[δέξομαι]], αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[δέχομαι]], [[αποδέχομαι]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δέχομαι]] [[πίσω]], [[δέχομαι]] [[πάλι]] εξόριστο άνδρα στην [[πατρίδα]], σε Ρήτ.· Παθ. αορ. αʹ <i>καταδεχθῆναι</i>, με Παθ. [[σημασία]], σε Λουκ.
|lsmtext='''καταδέχομαι:''' -[[δέξομαι]], αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[δέχομαι]], [[αποδέχομαι]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δέχομαι]] [[πίσω]], [[δέχομαι]] [[πάλι]] εξόριστο άνδρα στην [[πατρίδα]], σε Ρήτ.· Παθ. αορ. αʹ <i>καταδεχθῆναι</i>, με Παθ. [[σημασία]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταδέχομαι:''' (aor. pass. κατεδέχθην)<br /><b class="num">1)</b> принимать внутрь (τροφήν Plat., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> воспринимать (τὰ καλὰ εἰς τὴν ψυχήν Plat.);<br /><b class="num">3)</b> впивать в себя (πάσαις ταῖς πύλαις τὴν ἡδονήν Luc.);<br /><b class="num">4)</b> (вновь) принимать в число граждан, т. е. возвращать из изгнания (τινα Lys.).
}}
}}