ὀκέλλω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀκέλλω:''' = [[κέλλω]]· παρατ. <i>ὤκελλον</i>, αόρ. αʹ <i>ὤκειλα</i>· [[ναυτικός]] όρος, που χρησιμ.:<br /><b class="num">I.</b> μτβ., για τους ναύτες, [[ρίχνω]] το [[πλοίο]] στην [[ξηρά]] ή στην [[ακτή]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., για το [[πλοίο]], ρίχνομαι, [[πέφτω]] στην [[ξηρά]], [[προσαράζω]], σε Θουκ., Ξεν.· ομοίως, μεταφ., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὀκέλλω:''' = [[κέλλω]]· παρατ. <i>ὤκελλον</i>, αόρ. αʹ <i>ὤκειλα</i>· [[ναυτικός]] όρος, που χρησιμ.:<br /><b class="num">I.</b> μτβ., για τους ναύτες, [[ρίχνω]] το [[πλοίο]] στην [[ξηρά]] ή στην [[ακτή]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., για το [[πλοίο]], ρίχνομαι, [[πέφτω]] στην [[ξηρά]], [[προσαράζω]], σε Θουκ., Ξεν.· ομοίως, μεταφ., σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκέλλω:''' <b class="num">1)</b> прибивать (к берегу), причаливать (ναῦν πρὸς γῆν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> прибиваться к берегу: ὀ. καὶ ἐκπίπτειν Xen. налететь на берег и потерпеть крушение.
}}
}}