ἀποδειροτομέω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδειροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σφαγιάζω]] αποκόπτοντας το [[κεφάλι]] ή το λαιμό κάποιου, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀποδειροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σφαγιάζω]] αποκόπτοντας το [[κεφάλι]] ή το λαιμό κάποιου, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδειροτομέω:''' (тж. ἀ. κεφαλήν Hes.) перерезывать горло, зарезывать, закалывать (τινα Hom., Luc.).
}}
}}