3,273,762
edits
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποδειροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σφαγιάζω]] αποκόπτοντας το [[κεφάλι]] ή το λαιμό κάποιου, σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἀποδειροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σφαγιάζω]] αποκόπτοντας το [[κεφάλι]] ή το λαιμό κάποιου, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποδειροτομέω:''' (тж. ἀ. κεφαλήν Hes.) перерезывать горло, зарезывать, закалывать (τινα Hom., Luc.). | |||
}} | }} |