3,244,126
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραδοξολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που λέει παράδοξα, ανορθόδοξα, πρωτάκουστα πράγματα. | |lsmtext='''παραδοξολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που λέει παράδοξα, ανορθόδοξα, πρωτάκουστα πράγματα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραδοξολόγος:''' рассказывающий о диковинных вещах Diog. L. | |||
}} | }} |