σκελετός: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκελετός:''' -ή, -όν ([[σκέλλω]]), αποξηραμένος, [[ξερός]], εντελώς [[άνυδρος]], [[στεγνός]]· ως ουσ., [[σκελετός]], <i>ὁ</i>, αποξηραμένο, ταριχευμένο [[σώμα]], [[μούμια]], σε Ανθ., Πλούτ.
|lsmtext='''σκελετός:''' -ή, -όν ([[σκέλλω]]), αποξηραμένος, [[ξερός]], εντελώς [[άνυδρος]], [[στεγνός]]· ως ουσ., [[σκελετός]], <i>ὁ</i>, αποξηραμένο, ταριχευμένο [[σώμα]], [[μούμια]], σε Ανθ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκελετός:''' [adj. verb. к [[σκέλλω]] иссохший, превратившийся в скелет: σ. καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος Plut. превратившийся в скелет, в ничто.<br /><b class="num">II</b> ὁ костяк, скелет Anth.
}}
}}