κρέξ: Difference between revisions

146 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρέξ:''' ἡ, γεν. [[κρεκός]], ([[κρέκω]]), Λατ. crex, είδος μεγαλόσωμου ορτυκιού, ορτυκομάνα, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κρέξ:''' ἡ, γεν. [[κρεκός]], ([[κρέκω]]), Λατ. crex, είδος μεγαλόσωμου ορτυκιού, ορτυκομάνα, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρέξ:''' [[κρεκός]] ἡ крек, предполож. кулик, по друг. коростель Arph., Arst.
}}
}}