κροῦσις: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κροῦσις:''' -εως, ἡ ([[κρούω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[χτύπημα]], [[πλήγμα]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρύπημα]] πήλινων αγγείων, για να διαπιστωθεί αν είναι ραγισμένα· μεταφ., [[απάτη]], [[εξαπάτηση]], απατεωνιά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[παίξιμο]] έγχορδου οργάνου, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κροῦσις:''' -εως, ἡ ([[κρούω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[χτύπημα]], [[πλήγμα]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρύπημα]] πήλινων αγγείων, για να διαπιστωθεί αν είναι ραγισμένα· μεταφ., [[απάτη]], [[εξαπάτηση]], απατεωνιά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[παίξιμο]] έγχορδου οργάνου, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κροῦσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> столкновение, удар (ἡ πρὸς ἄλληλα κ. τῶν ὅπλων Plut.);<br /><b class="num">2)</b> стук, топот (ποδός, sc. ἵππου Plut.);<br /><b class="num">3)</b> игра на музыкальном инструменте (преимущ. струнном): παρὰ τὴν κροῦσιν [[ᾄδειν]] Plut. петь в сопровождении музыки; κ. ὑπὸ τὴν ᾠδήν Plut. музыкальное сопровождение песни;<br /><b class="num">4)</b> (от мошеннического нажимания пальцем на весы) мошенничество, обман (κ. καὶ [[κατάληψις]] Arph.).
}}
}}