πολύσχιστος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύσχιστος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολλά]] παρακλάδια, [[κέλευθα]], σε Σοφ.
|lsmtext='''πολύσχιστος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολλά]] παρακλάδια, [[κέλευθα]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύσχιστος:''' <b class="num">1)</b> разветвленный: κελεύθων ἐν πολυσχίστων μιᾷ Soph. на одной из расходящихся дорог;<br /><b class="num">2)</b> расколотый, многообразный ([[ἀτρεκίη]] Anth.).
}}
}}