θηλυγενής: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηλυγενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), [[θηλυκός]] στο [[γένος]], [[γυναικείος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''θηλυγενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), [[θηλυκός]] στο [[γένος]], [[γυναικείος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θηλῠγενής:''' <b class="num">1)</b> женский, женственный (τὸ πρὸς τὸ [[κόσμιον]] [[μᾶλλον]] ἀποκλῖνον θηλυγενέστερόν, sc. ἐστιν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> состоящий из женщин ([[στόλος]] Aesch.; [[ὄχλος]] Eur.).
}}
}}