προσλιπαρέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσλῑπᾰρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εμμένω]] ή [[επιμένω]] σε, <i>τοῖς χρήμασι</i>, στην [[απόκτηση]] χρημάτων, σε Πλούτ.· [[ικετεύω]], <i>τινί</i>, σε Λουκ.· απόλ., [[θερμοπαρακαλώ]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''προσλῑπᾰρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εμμένω]] ή [[επιμένω]] σε, <i>τοῖς χρήμασι</i>, στην [[απόκτηση]] χρημάτων, σε Πλούτ.· [[ικετεύω]], <i>τινί</i>, σε Λουκ.· απόλ., [[θερμοπαρακαλώ]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσλῑπᾰρέω:''' <b class="num">1)</b> проявлять настойчивость, упорствовать: π. τοῖς χρήμασιν [[ὥσπερ]] κηρίοις μέλιτται Plut. тяготеть к наживе, как пчелы к сотам;<br /><b class="num">2)</b> настойчиво просить, приставать с просьбами (τινι Luc.).
}}
}}