ποδένδυτος: Difference between revisions

3b
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποδένδῠτος:''' -ον ([[ἐνδύω]]), αυτός που έχει καλυμμένα τα πόδια, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ποδένδῠτος:''' -ον ([[ἐνδύω]]), αυτός που έχει καλυμμένα τα πόδια, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποδένδῠτος:''' связывающий ноги ([[κατασκήνωμα]] Aesch.).
}}
}}