γωνιώδης: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γωνιώδης:''' -ες ([[γωνία]], [[εἶδος]]), αυτός που σχηματίζει [[γωνία]], [[γωνιακός]], αυτός που μοιάζει με [[γωνία]], σε Θουκ.
|lsmtext='''γωνιώδης:''' -ες ([[γωνία]], [[εἶδος]]), αυτός που σχηματίζει [[γωνία]], [[γωνιακός]], αυτός που μοιάζει με [[γωνία]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''γωνιώδης:''' <b class="num">1)</b> имеющий вид ломаной линии (τοῦ χωρίου τοῦ περὶ τὸ [[σῆμα]] [[περιβολή]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[γωνιοειδής]].
}}
}}