θυμικός: Difference between revisions

2b
(17)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θυμικός]], -ή, -όν) [[θυμός]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θυμικό</i>(<i>ν</i>)<br />το θυμοειδές, [[κατά]] την πλατωνική [[φιλοσοφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> το [[σύνολο]] τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων του ατόμου<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στον θύμο αδένα (α. «θυμική [[ιδιοσυστασία]]» β. «θυμικό [[άσθμα]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>χημ.</b> «θυμικό οξύ» — η [[θυμόλη]].<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον [[σκύλο]]) [[ορμητικός]], [[ζωηρός]]<br /><b>2.</b> [[ευέξαπτος]], [[οξύθυμος]], [[οργίλος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θυμικῶς</i> (Α)<br />με θυμό, με [[οργή]], οργίλως.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θυμικός]], -ή, -όν) [[θυμός]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θυμικό</i>(<i>ν</i>)<br />το θυμοειδές, [[κατά]] την πλατωνική [[φιλοσοφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> το [[σύνολο]] τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων του ατόμου<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στον θύμο αδένα (α. «θυμική [[ιδιοσυστασία]]» β. «θυμικό [[άσθμα]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>χημ.</b> «θυμικό οξύ» — η [[θυμόλη]].<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον [[σκύλο]]) [[ορμητικός]], [[ζωηρός]]<br /><b>2.</b> [[ευέξαπτος]], [[οξύθυμος]], [[οργίλος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θυμικῶς</i> (Α)<br />με θυμό, με [[οργή]], οργίλως.
}}
{{elru
|elrutext='''θῡμικός:''' <b class="num">1)</b> отважный, смелый (ζῷα, [[οἷον]] [[κύων]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> пылкий, страстный (θ. καὶ [[ὀξύθυμος]] Arst.; βαρὺς καὶ θ. Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> ретивый, горячий ([[πῶλος]] θ. καὶ [[γοργός]] Plut.).
}}
}}