3,274,125
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπισκώπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[περιγελώ]], [[ειρωνεύομαι]], [[κοροϊδεύω]], [[εμπαίζω]], [[περιπαίζω]], <i>τινά</i>, σε Πλάτ., Ξεν.· απόλ., [[αστειεύομαι]], «[[παίρνω]] στο ψιλό», [[κοροϊδεύω]], σε Αριστοφ.· <i>ἐπισκώπτων</i>, αστειευόμενος, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐπισκώπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[περιγελώ]], [[ειρωνεύομαι]], [[κοροϊδεύω]], [[εμπαίζω]], [[περιπαίζω]], <i>τινά</i>, σε Πλάτ., Ξεν.· απόλ., [[αστειεύομαι]], «[[παίρνω]] στο ψιλό», [[κοροϊδεύω]], σε Αριστοφ.· <i>ἐπισκώπτων</i>, αστειευόμενος, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπισκώπτω:''' <b class="num">1)</b> высмеивать, осмеивать, вышучивать (τινά Xen., Plat., Plut., τι Xen. и τινὰ εἴς τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> шутить, балагурить (ἐγκρούειν καὶ ἐ. καὶ παίζειν καὶ χλευάζειν Arph.): ἔφη ἐπισκώπτων Xen. (Сократ) в шутку сказал. | |||
}} | }} |