3,273,787
edits
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πευκήεις:''' Δωρ. [[πευκάεις]], -εσσα, -εν·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προέρχεται από [[πεύκο]] ή από [[ξύλο]] πεύκου, σε Ευρ.· <i>πευκάενθ' Ἥφαιστον</i>, [[φωτιά]] από πεύκινους πυρσούς, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[οξύς]], [[διαπεραστικός]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πευκήεις:''' Δωρ. [[πευκάεις]], -εσσα, -εν·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προέρχεται από [[πεύκο]] ή από [[ξύλο]] πεύκου, σε Ευρ.· <i>πευκάενθ' Ἥφαιστον</i>, [[φωτιά]] από πεύκινους πυρσούς, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[οξύς]], [[διαπεραστικός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πευκήεις:''' ήεσσα, ῆεν, дор. [[πευκάεις]], άεσσα, ᾶεν<br /><b class="num">1)</b> сосновый ([[σκάφος]] Eur.): π. [[Ἣφαιστος]] Soph. сосновое пламя Гефеста;<br /><b class="num">2)</b> пронзительный ([[ὀλολυγμός]] Aesch.). | |||
}} | }} |