βομβέω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βομβέω:''' ([[βόμβος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, βουΐζω, [[ζουζουνίζω]], [[παράγω]] βουερό θόρυβο, [[προκαλώ]] βοητό, ηχώ [[βαθιά]] και υπόκωφα, σε Όμηρ.· βόμβησαν κατὰ [[ῥόον]], τα [[κουπιά]] έπεσαν με πάταγο μέσα στην [[παλίρροια]], σε Ομήρ. Οδ.· βόμβησεν [[λίθος]], η [[πέτρα]] έσκισε τον αέρα βουΐζοντας, στο ίδ.· λέγεται για μέλισσες, βουΐζω, [[βομβώ]], σε Θεόκρ.· χρησιμοποιείται για κουνούπια, βουΐζω, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''βομβέω:''' ([[βόμβος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, βουΐζω, [[ζουζουνίζω]], [[παράγω]] βουερό θόρυβο, [[προκαλώ]] βοητό, ηχώ [[βαθιά]] και υπόκωφα, σε Όμηρ.· βόμβησαν κατὰ [[ῥόον]], τα [[κουπιά]] έπεσαν με πάταγο μέσα στην [[παλίρροια]], σε Ομήρ. Οδ.· βόμβησεν [[λίθος]], η [[πέτρα]] έσκισε τον αέρα βουΐζοντας, στο ίδ.· λέγεται για μέλισσες, βουΐζω, [[βομβώ]], σε Θεόκρ.· χρησιμοποιείται για κουνούπια, βουΐζω, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''βομβέω:''' <b class="num">1)</b> издавать глухой звук, шуметь, гудеть (αἰχμὴ βόμβησε Hom.);<br /><b class="num">2)</b> всплескивать (ἐρετμὰ βόμβησαν Hom.);<br /><b class="num">3)</b> со свистом пролетать (βόμβησε [[λίθος]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> гудеть, жужжать (βομβοῦσι μέλιτται, τέττιγες Arst.): ἡ ἠχὴ τῶν λόγων βομβεῖ μοι Plat. отголосок этих слов звучит во мне; [[ὦτα]] βομβεῖ μοι Luc. у меня звенит в ушах.
}}
}}