διαμαστιγόω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαμαστῑγόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[μαστιγώνω]] αυστηρά, σε Πλάτ.
|lsmtext='''διαμαστῑγόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[μαστιγώνω]] αυστηρά, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαμαστῑγόω:''' избивать плетью, беспощадно сечь (διαμεμαστιγωμένος καὶ οὐλῶν [[μεστός]] Plat.).
}}
}}