διενεκτέον: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διενεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[διαφέρω]], πρέπει να αριστεύσουμε, σε Λουκ.
|lsmtext='''διενεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[διαφέρω]], πρέπει να αριστεύσουμε, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διενεκτέον:''' adj. verb. к [[διαφέρω]].
}}
}}