ἄχυρον: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄχῠρον:''' [ᾰ], τό, [[κυρίως]] στον πληθ. <i>ἄχυρα</i>, τσόφλια, άχυρα, πίτουρα, σε Ηρόδ.· μεταφ., <i>ἄχυρατῶν ἀστῶν</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἄχῠρον:''' [ᾰ], τό, [[κυρίως]] στον πληθ. <i>ἄχυρα</i>, τσόφλια, άχυρα, πίτουρα, σε Ηρόδ.· μεταφ., <i>ἄχυρατῶν ἀστῶν</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄχῠρον:''' (ᾰ) τό (преимущ. pl.) Her., Xen., Plut., Anth. = ἀύρμός.
}}
}}