πρεσβύτης: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρεσβύτης:''' [ῡ], -ου, ὁ, = [[πρέσβυς]] I, σε Αισχύλ. κ.λπ.· θηλ. [[πρεσβύτις]], <i>-ιδος</i>, ηλικιωμένη [[γυναίκα]], στον ίδ.
|lsmtext='''πρεσβύτης:''' [ῡ], -ου, ὁ, = [[πρέσβυς]] I, σε Αισχύλ. κ.λπ.· θηλ. [[πρεσβύτις]], <i>-ιδος</i>, ηλικιωμένη [[γυναίκα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρεσβύτης:''' ου (ῡ) adj. m<br /><b class="num">1)</b> древний ([[Κρόνος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> старый ([[λέων]] Arst.).<br />ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> старик, старец (παῖδες καὶ [[ἄνδρες]] καὶ πρεσβῦται Plat.);<br /><b class="num">2)</b> страдающий пресбиопией (возрастной дальнозоркостью) (ὁ [[μύωψ]] καὶ ὁ π. Arst.).
}}
}}