διυπνίζω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διυπνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ὕπνος]]), [[ξυπνώ]], [[σηκώνω]] από τον ύπνο, σε Λουκ.
|lsmtext='''διυπνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ὕπνος]]), [[ξυπνώ]], [[σηκώνω]] από τον ύπνο, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διυπνίζω:''' <b class="num">1)</b> пробуждать: διυπνισθείς Anth. проснувшийся;<br /><b class="num">2)</b> просыпаться (νυκτὸς διυπνίσας Luc.).
}}
}}