μετάφρενον: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετάφρενον:''' τό, κανονικά, το [[τμήμα]] (στο ανθρ. [[σώμα]]) [[μετά]] το [[διάφραγμα]] ([[μετὰ]] [[τὰς]] φρένας), τα [[νώτα]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
|lsmtext='''μετάφρενον:''' τό, κανονικά, το [[τμήμα]] (στο ανθρ. [[σώμα]]) [[μετά]] το [[διάφραγμα]] ([[μετὰ]] [[τὰς]] φρένας), τα [[νώτα]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετάφρενον:''' τό досл. часть спины между лопатками перен. спина Hom., Plat. etc.
}}
}}