ὀσμάομαι: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀσμάομαι:''' αρχ. [[τύπος]] <i>ὀδμ-</i>, αποθ., [[οσμίζομαι]], [[οσφραίνομαι]] [[κάτι]]· μεταφ., [[αντιλαμβάνομαι]], [[επισημαίνω]], με γεν., σε Σοφ.
|lsmtext='''ὀσμάομαι:''' αρχ. [[τύπος]] <i>ὀδμ-</i>, αποθ., [[οσμίζομαι]], [[οσφραίνομαι]] [[κάτι]]· μεταφ., [[αντιλαμβάνομαι]], [[επισημαίνω]], με γεν., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀσμάομαι:''' арх. [[ὀδμάομαι]]<br /><b class="num">1)</b> нюхать, обнюхивать (τινος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> обладать обонянием, обонять (τὸ ὀσμᾶσθαι αἰσθάνεσθαί, sc. ἐστιν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> перен. пахнуть, отдавать (Λάκωνος ὀ. λόγου Soph.).
}}
}}