3,258,231
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑτεροκλῐνής:''' -ές ([[κλίνω]]), αυτός που κλίνει προς ένα [[μέρος]], [[κατηφορικός]], κεκλιμένος, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἑτεροκλῐνής:''' -ές ([[κλίνω]]), αυτός που κλίνει προς ένα [[μέρος]], [[κατηφορικός]], κεκλιμένος, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑτεροκλῐνής:''' наклонный, покатый: τὰ ἑτεροκλινῆ τῶν [[χωρίων]] Xen. покатые места, отлогие спуски. | |||
}} | }} |