δολιχήρετμος: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δολῐχήρετμος:''' -ον ([[ἐρετμός]]), αυτός που έχει [[μακριά]] [[κουπιά]], λέγεται για [[καράβι]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ναύτες, αυτοί που μεταχειρίζονται [[μακριά]] [[κουπιά]], στο ίδ.
|lsmtext='''δολῐχήρετμος:''' -ον ([[ἐρετμός]]), αυτός που έχει [[μακριά]] [[κουπιά]], λέγεται για [[καράβι]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ναύτες, αυτοί που μεταχειρίζονται [[μακριά]] [[κουπιά]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δολιχήρετμος:''' с длинными веслами, длинновесельный, т. е. предпринимающий дальние плавания ([[νηῦς]], Φαίηκες Hom.; [[Αἴγινα]] Pind.).
}}
}}