διπλασιάζω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διπλᾰσιάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, κάνω [[κάτι]] διπλάσιο, σε Ξεν.
|lsmtext='''διπλᾰσιάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, κάνω [[κάτι]] διπλάσιο, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διπλᾰσιάζω:''' <b class="num">1)</b> удваивать (τὸν [[ἔμπροσθεν]] χρόνον Plat.; τὴν παρασκευήν Plut.; [[ἀριθμὸς]] διπλασιαζόμενος Arst.): ἡ ὁλκὰς ἐδιπλασίασεν Lys. судно принесло сто процентов прибыли;<br /><b class="num">2)</b> быть двойным, вдвое большим ([[καρπὸς]] διπλασιάζων τῶν ἐν ταῖς ἄλλαις χώραις φυομένων Diod.).
}}
}}