θλαστός: Difference between revisions

2b
(17)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θλαστός]], -ή, -όν (Α) [[θλω]]<br /><b>1.</b> σπαστός, [[τσακιστός]], τσακισμένος («θλαστή [[ἐλάα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να συνθλίψει ή να συντρίψει, («τὸ δὲ σκληρὸν αὐτῶν ἐστιν οὐ θραυστόν, [[ἀλλά]] θλαστόν», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[θλαστός]], -ή, -όν (Α) [[θλω]]<br /><b>1.</b> σπαστός, [[τσακιστός]], τσακισμένος («θλαστή [[ἐλάα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να συνθλίψει ή να συντρίψει, («τὸ δὲ σκληρὸν αὐτῶν ἐστιν οὐ θραυστόν, [[ἀλλά]] θλαστόν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''θλαστός:''' [adj. verb. к [[θλάω]]<br /><b class="num">1)</b> раздавленный, мятый ([[ἐλάα]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> сжимаемый, т. е. упругий: θραυστὸς καὶ [[κατακτός]], ἀλλ᾽ οὐ θ. Arst. ломкий и бьющийся, но не упругий.
}}
}}