πολυαῦλαξ: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυαῦλαξ:''' -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[πολλά]] αυλάκια, χαντάκια, σχισμές, σε Ανθ.
|lsmtext='''πολυαῦλαξ:''' -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[πολλά]] αυλάκια, χαντάκια, σχισμές, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυαῦλαξ:''' ᾰκος adj. с многочисленными бороздами ([[πεδίον]] Anth.).
}}
}}