οἰκτίζω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκτίζω:''' Αττ. μέλ. <i>οἰκτιῶ</i>, αόρ. αʹ [[ᾤκτισα]] ([[οἶκτος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[συμπονώ]], [[αισθάνομαι]] οίκτο, [[σπλαχνίζομαι]], [[ελεώ]], με αιτ., σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. — Μέσ., με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> στη Μέσ. επίσης, [[ολοφύρομαι]], [[θρηνώ]], [[πενθώ]], σε Ευρ.· απόλ., [[εκφράζω]] τη συμπάθειά μου, τη [[λύπη]] μου, στον ίδ.· <i>οἶκτον οἰκτίζεσθαι</i>, [[θρηνωδία]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''οἰκτίζω:''' Αττ. μέλ. <i>οἰκτιῶ</i>, αόρ. αʹ [[ᾤκτισα]] ([[οἶκτος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[συμπονώ]], [[αισθάνομαι]] οίκτο, [[σπλαχνίζομαι]], [[ελεώ]], με αιτ., σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. — Μέσ., με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> στη Μέσ. επίσης, [[ολοφύρομαι]], [[θρηνώ]], [[πενθώ]], σε Ευρ.· απόλ., [[εκφράζω]] τη συμπάθειά μου, τη [[λύπη]] μου, στον ίδ.· <i>οἶκτον οἰκτίζεσθαι</i>, [[θρηνωδία]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκτίζω:''' <b class="num">1)</b> Trag. = [[οἰκτείρω]];<br /><b class="num">2)</b> тж. med. сетовать, оплакивать (τὸν θνήσκοντα Thuc.; τινὰ τῆς τύχης Plut.): οἶκτον οἰκτίζεσθαι Aesch. издавать горестный вопль.
}}
}}