τρίστομος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρίστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που έχει [[τρία]] στόματα, [[τρεις]] αιχμές, σε Ανθ.
|lsmtext='''τρίστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που έχει [[τρία]] στόματα, [[τρεις]] αιχμές, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρίστομος:''' с тремя остриями ([[αἰχμή]] Anth.).
}}
}}