σάττω: Difference between revisions

998 bytes added ,  31 December 2018
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σάττω:''' αόρ. αʹ <i>ἔσαξα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐσάχθην</i>, παρακ. [[σέσαγμαι]]· Ιων., γʹ πληθ. υπερσ. [[ἐσεσάχατο]] (Η √<i>ΣΑΓ</i>, όπως στον Παθ. παρακ. [[σάγμα]], [[σάγος]], [[σάγη]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συσκευάζω]], [[πακετάρω]] ή [[φορτώνω]], κανονικά [[φοράω]] το [[σαμάρι]] σε φορτηγά ζώα, τα [[φορτώνω]], τα [[σαμαρώνω]]· απ' όπου, λέγεται για πολεμιστές· στην Παθ., είμαι πλήρως εξοπλισμένος, σε Ηρόδ.· <i>χαλκῷ σεσαγμένοι</i>, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εφοδιάζω]] με όλα τα αναγκαία πράγματα· <i>σάξαντες ὕδατι</i> (<i>τὴν εἰσβολήν</i>), έχοντας εφοδιάσει την [[επιχείρηση]] εισβολής (στην Αίγυπτο) με [[νερό]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[υπερφορτώνω]], [[υπερπληρώ]], [[παραγεμίζω]] [[κάτι]] — Παθ., με γεν., <i>πημάτων σεσαγμένος</i>, φορτωμένος με παθήματα, δυστυχίες, σε Αισχύλ.· [[τριήρης]] σεσαγμένη ἀνθρώπων, σε Ξεν.· επίσης με δοτ., [[ικανοποιώ]], [[χορταίνω]] [[κάτι]], σε Λουκ.· ομοίως στη Μέσ., <i>χρυσῷ σαξάμενος πήρην</i>, στο ίδ. — Παθ., <i>σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν</i>, κορεσμένος από τα πλούτη, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[πιέζω]], [[συμπιέζω]], [[καταπιέζω]], [[συνθλίβω]], στον ίδ.
|lsmtext='''σάττω:''' αόρ. αʹ <i>ἔσαξα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐσάχθην</i>, παρακ. [[σέσαγμαι]]· Ιων., γʹ πληθ. υπερσ. [[ἐσεσάχατο]] (Η √<i>ΣΑΓ</i>, όπως στον Παθ. παρακ. [[σάγμα]], [[σάγος]], [[σάγη]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συσκευάζω]], [[πακετάρω]] ή [[φορτώνω]], κανονικά [[φοράω]] το [[σαμάρι]] σε φορτηγά ζώα, τα [[φορτώνω]], τα [[σαμαρώνω]]· απ' όπου, λέγεται για πολεμιστές· στην Παθ., είμαι πλήρως εξοπλισμένος, σε Ηρόδ.· <i>χαλκῷ σεσαγμένοι</i>, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εφοδιάζω]] με όλα τα αναγκαία πράγματα· <i>σάξαντες ὕδατι</i> (<i>τὴν εἰσβολήν</i>), έχοντας εφοδιάσει την [[επιχείρηση]] εισβολής (στην Αίγυπτο) με [[νερό]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[υπερφορτώνω]], [[υπερπληρώ]], [[παραγεμίζω]] [[κάτι]] — Παθ., με γεν., <i>πημάτων σεσαγμένος</i>, φορτωμένος με παθήματα, δυστυχίες, σε Αισχύλ.· [[τριήρης]] σεσαγμένη ἀνθρώπων, σε Ξεν.· επίσης με δοτ., [[ικανοποιώ]], [[χορταίνω]] [[κάτι]], σε Λουκ.· ομοίως στη Μέσ., <i>χρυσῷ σαξάμενος πήρην</i>, στο ίδ. — Παθ., <i>σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν</i>, κορεσμένος από τα πλούτη, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[πιέζω]], [[συμπιέζω]], [[καταπιέζω]], [[συνθλίβω]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σάττω:''' (aor. [[ἔσαξα]]; pass.: aor. [[ἐσάχθην]], ион. 3 л. pl. ppf. [[ἐσεσάχατο]])<br /><b class="num">1)</b> снабжать: σάξαντες ὕδατι (τὴν Αἴγυπτον) Her. снабдив Египет водой;<br /><b class="num">2)</b> наполнять, набивать ([[τριήρης]] σεσαγμένη ἀνθρώπων Xen.; [[κεράμιον]] ψάμμῳ σεσαγμένον Luc.): πημάτων σεσαγμένος Aesch. удрученный всяческими несчастьями;<br /><b class="num">3)</b> втискивать, набивать (τι εἴς τι Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> оснащать, вооружать (Ὑρκάνιοι [[κατά]] περ [[Πέρσαι]] [[ἐσεσάχατο]] Her.);<br /><b class="num">5)</b> утаптывать (τὴν γῆν περί τι Xen.);<br /><b class="num">6)</b> насыщать (τὴν ἐπιθυμίαν Arst.).
}}
}}