μαστιάω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαστιάω:''' = [[μαστίζω]], μόνο στην Επικ. μτχ. <i>μαστιόων</i>, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''μαστιάω:''' = [[μαστίζω]], μόνο στην Επικ. μτχ. <i>μαστιόων</i>, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαστιάω:''' (только part. praes. μαστιόων) хлестать, бить (πλευράς τε καὶ ὤμους οὐρῇ Hes.).
}}
}}