ἕννυμι: Difference between revisions

1,200 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕννῡμι:''' ή ἑννύω, Ιων. [[εἵνυμι]], εἱνύω· μέλ. [[ἕσω]], Επικ. [[ἕσσω]]· Επικ. αόρ. βʹ [[ἕσσα]] — Μέσ., γʹ ενικ. Επικ. μέλ. [[ἕσατο]], Επικ. <i>ἕσσατο</i>, [[ἑέσσατο]] — Παθ., παρακ. [[εἷμαι]], [[εἶται]], Επικ. βʹ ενικ. [[ἕσσαι]]· βʹ και γʹ ενικ. υπερσ. [[ἕσσο]], <i>ἔστο</i>, Επικ. [[ἕεστο]], γʹ δυϊκ. [[ἕσθην]], γʹ πληθ. [[εἵατο]] (<i>√ϜΕΣ</i>, πρβλ. Λατ. [[vestio]]).<br /><b class="num">I.</b> [[ντύνω]], [[σκεπάζω]] κάποιον [[άλλο]], με [[διπλή]] αιτ., <i>κεῖνός σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕσσει</i>, θα σε ντύσει με [[χλαίνη]] και χιτώνα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. και Παθ., με αιτ. πράγμ., ντύνομαι με, ενδύομαι με, [[βάζω]] πάνω μου, φορώ, σε Όμηρ.· <i>ἀσπίδας ἑσσάμενοι</i>, για ψηλές ασπίδες που καλύπτουν [[ολόκληρο]] το ανθρώπινο [[σώμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· (<i>ξυστὰ</i>) <i>εἱμένα χαλκῷ</i>, δόρατα, κοντάρια καλυμμένα με χαλκό, στο ίδ.· και μεταφ., λάϊνον [[ἕσσο]] χιτῶνα, εσύ είχες περικαλυφθεί με λίθινο χιτώνα, δηλ. υπεβλήθεις σε θάνατο με λιθοβολισμό, στο ίδ.· μεταφ. επίσης, <i>φρεσὶ εἱμένοι ἀλκήν</i>, στο ίδ.
|lsmtext='''ἕννῡμι:''' ή ἑννύω, Ιων. [[εἵνυμι]], εἱνύω· μέλ. [[ἕσω]], Επικ. [[ἕσσω]]· Επικ. αόρ. βʹ [[ἕσσα]] — Μέσ., γʹ ενικ. Επικ. μέλ. [[ἕσατο]], Επικ. <i>ἕσσατο</i>, [[ἑέσσατο]] — Παθ., παρακ. [[εἷμαι]], [[εἶται]], Επικ. βʹ ενικ. [[ἕσσαι]]· βʹ και γʹ ενικ. υπερσ. [[ἕσσο]], <i>ἔστο</i>, Επικ. [[ἕεστο]], γʹ δυϊκ. [[ἕσθην]], γʹ πληθ. [[εἵατο]] (<i>√ϜΕΣ</i>, πρβλ. Λατ. [[vestio]]).<br /><b class="num">I.</b> [[ντύνω]], [[σκεπάζω]] κάποιον [[άλλο]], με [[διπλή]] αιτ., <i>κεῖνός σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕσσει</i>, θα σε ντύσει με [[χλαίνη]] και χιτώνα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. και Παθ., με αιτ. πράγμ., ντύνομαι με, ενδύομαι με, [[βάζω]] πάνω μου, φορώ, σε Όμηρ.· <i>ἀσπίδας ἑσσάμενοι</i>, για ψηλές ασπίδες που καλύπτουν [[ολόκληρο]] το ανθρώπινο [[σώμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· (<i>ξυστὰ</i>) <i>εἱμένα χαλκῷ</i>, δόρατα, κοντάρια καλυμμένα με χαλκό, στο ίδ.· και μεταφ., λάϊνον [[ἕσσο]] χιτῶνα, εσύ είχες περικαλυφθεί με λίθινο χιτώνα, δηλ. υπεβλήθεις σε θάνατο με λιθοβολισμό, στο ίδ.· μεταφ. επίσης, <i>φρεσὶ εἱμένοι ἀλκήν</i>, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἕννῡμι:''' (fut. [[ἕσω]] - эп. [[ἕσσω]], aor. [[ἕσσα]]; med.: impf. ἑννύμην, aor. ἑσσάμην - эп. ἑεσσάμην; pf. pass. [[εἷμαι]] и [[ἕσμαι]]) одевать (τινὰ χλαῖνάν τε χιτῶνά τε Hom.); med. pass. одеваться, надевать на себя (χρύσεια εἵματα Hom.; εἵματα Theocr.): [[εἱμένος]] νεφέλην Hom. окутавшись или окутанный облаком; ἀσπίδας ἑσσάμενοι Hom. прикрывшись щитами; ἕσσασθαι λάϊνον χιτῶνα Hom. одеться в каменные покровы, т. е. быть погребенным или быть побитым камнями; [[εἱμένος]] χαλκῷ Hom. покрытый или обитый медью; ὁ ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον [[εἱμένος]] Soph. одетый вечным подземным мраком, т. е. умерший; φρεσὶν [[εἱμένος]] ἀλκήν Hom. преисполненный мужества; ἕσσασθαι [[τέμενος]] Pind. вступить в рощу.
}}
}}