ἐπιψηλαφάω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιψηλᾰφάω:''' [[αισθάνομαι]] περνώντας το [[χέρι]] πάνω απ' την [[επιφάνεια]], [[νιώθω]] με την αφή, [[ψηλαφώ]], σε Πλάτ.· [[ἐπιψηλαφάω]] τινός, [[συμπονώ]], [[συμπάσχω]], [[συμμερίζομαι]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπιψηλᾰφάω:''' [[αισθάνομαι]] περνώντας το [[χέρι]] πάνω απ' την [[επιφάνεια]], [[νιώθω]] με την αφή, [[ψηλαφώ]], σε Πλάτ.· [[ἐπιψηλαφάω]] τινός, [[συμπονώ]], [[συμπάσχω]], [[συμμερίζομαι]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιψηλᾰφάω:''' ощупывать, нащупывать (τὸν [[δακτύλιον]] Plat.): ἐπιψηλαφήσας τοῦ σκίμποδος, ἐκαθέζετο Plat. нащупав койку, (Гиппократ) сел.
}}
}}