3,274,873
edits
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπονοσφίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θέτω]] ξεχωριστά, [[αποχωρίζω]], [[αποστερώ]], [[απορρίπτω]], αποδιώχνω, <i>τινά τινος</i>, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">2.</b> [[αφαιρώ]], [[αποψιλώνω]], [[αφαιρώ]] δια της βίας, <i>ὅπλων τινά</i>, σε Σοφ. — Παθ., αποστερούμαι, ληστεύομαι, απογυμνώνομαι από, <i>ἐδωδήν</i>, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. του τόπου, [[διαφεύγω]] από, [[προσπαθώ]] να αποφύγω [[κάτι]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀπονοσφίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θέτω]] ξεχωριστά, [[αποχωρίζω]], [[αποστερώ]], [[απορρίπτω]], αποδιώχνω, <i>τινά τινος</i>, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">2.</b> [[αφαιρώ]], [[αποψιλώνω]], [[αφαιρώ]] δια της βίας, <i>ὅπλων τινά</i>, σε Σοφ. — Παθ., αποστερούμαι, ληστεύομαι, απογυμνώνομαι από, <i>ἐδωδήν</i>, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. του τόπου, [[διαφεύγω]] από, [[προσπαθώ]] να αποφύγω [[κάτι]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπονοσφίζω:''' <b class="num">1)</b> удалять, отгонять (τινὰ δόμων HH);<br /><b class="num">2)</b> похищать, отнимать, лишать (τινὰ ὅπλων Soph.): ἀπονοσφίζεσθαι [[θεῶν]] ἐδωδήν HH не пробовать пищи богов;<br /><b class="num">3)</b> бежать (от), избегать (τι Soph.). | |||
}} | }} |