ἀπονοσφίζω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπονοσφίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θέτω]] ξεχωριστά, [[αποχωρίζω]], [[αποστερώ]], [[απορρίπτω]], αποδιώχνω, <i>τινά τινος</i>, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">2.</b> [[αφαιρώ]], [[αποψιλώνω]], [[αφαιρώ]] δια της βίας, <i>ὅπλων τινά</i>, σε Σοφ. — Παθ., αποστερούμαι, ληστεύομαι, απογυμνώνομαι από, <i>ἐδωδήν</i>, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. του τόπου, [[διαφεύγω]] από, [[προσπαθώ]] να αποφύγω [[κάτι]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀπονοσφίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θέτω]] ξεχωριστά, [[αποχωρίζω]], [[αποστερώ]], [[απορρίπτω]], αποδιώχνω, <i>τινά τινος</i>, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">2.</b> [[αφαιρώ]], [[αποψιλώνω]], [[αφαιρώ]] δια της βίας, <i>ὅπλων τινά</i>, σε Σοφ. — Παθ., αποστερούμαι, ληστεύομαι, απογυμνώνομαι από, <i>ἐδωδήν</i>, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. του τόπου, [[διαφεύγω]] από, [[προσπαθώ]] να αποφύγω [[κάτι]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπονοσφίζω:''' <b class="num">1)</b> удалять, отгонять (τινὰ δόμων HH);<br /><b class="num">2)</b> похищать, отнимать, лишать (τινὰ ὅπλων Soph.): ἀπονοσφίζεσθαι [[θεῶν]] ἐδωδήν HH не пробовать пищи богов;<br /><b class="num">3)</b> бежать (от), избегать (τι Soph.).
}}
}}