λαρυγγίζω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾰρυγγίζω:''' Αττ. μέλ. <i>λαρυγγιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κραυγάζω]] [[δυνατά]], [[ουρλιάζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[φωνάζω]] δυνατότερα και κάνω κάποιον να σωπάσει, <i>λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''λᾰρυγγίζω:''' Αττ. μέλ. <i>λαρυγγιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κραυγάζω]] [[δυνατά]], [[ουρλιάζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[φωνάζω]] δυνατότερα και κάνω κάποιον να σωπάσει, <i>λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾰρυγγίζω:''' <b class="num">1)</b> кричать во все горло, орать Dem., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> заглушать своим криком, (стараться) перекричать (τοὺς ῥήτορας Arph., Plut.).
}}
}}