συμπαρέπομαι: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπαρέπομαι:''' μέλ. <i>-έψομαι</i>, αποθ., [[ακολουθώ]] κάποιον από κοινού με άλλους, [[συνοδεύω]], [[συντροφεύω]], με δοτ., σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''συμπαρέπομαι:''' μέλ. <i>-έψομαι</i>, αποθ., [[ακολουθώ]] κάποιον από κοινού με άλλους, [[συνοδεύω]], [[συντροφεύω]], με δοτ., σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαρέπομαι:''' сопровождать, сопутствовать (τινι Xen., Plat.; αἱ συμπαρεπόμεναι ὀσμαί Arst.).
}}
}}