ἐπαραρίσκω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαραρίσκω:''' μέλ. <i>-άρσω</i>, αόρ. <i>-ήρᾰρον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προσαρμόζω]] πάνω σε, [[δένω]] σε, <i>τί τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., σε Ιων. παρακ. [[ἐπάρηρα]], υπερσ. <i>ἐπαρήρειν</i>, προσαρμόζομαι [[σφιχτά]] ή ακριβώς, είμαι εφαρμοσμένος, στηριγμένος, προσαρμοσμένος πάνω σε [[κάτι]], στο ίδ.· [[ἐπάρμενος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, μτχ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ, [[έτοιμος]], προετοιμασμένος, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἐπαραρίσκω:''' μέλ. <i>-άρσω</i>, αόρ. <i>-ήρᾰρον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προσαρμόζω]] πάνω σε, [[δένω]] σε, <i>τί τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., σε Ιων. παρακ. [[ἐπάρηρα]], υπερσ. <i>ἐπαρήρειν</i>, προσαρμόζομαι [[σφιχτά]] ή ακριβώς, είμαι εφαρμοσμένος, στηριγμένος, προσαρμοσμένος πάνω σε [[κάτι]], στο ίδ.· [[ἐπάρμενος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, μτχ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ, [[έτοιμος]], προετοιμασμένος, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαραρίσκω:''' (aor. 1 [[ἐπῆρσα]], pf. [[ἐπάρηρα]], aor. 2 med. sync. [[ἐπάρμενος]]; для неперех. знач.: pf. [[ἐπάρηρα]], ppf. ἐπαρήρειν)<br /><b class="num">1)</b> прилаживать, приделывать, прикреплять (θύρας σταθμοῖσιν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> быть прилаженным, укрепленным ([[μία]] κληῒς [[ἐπαρήρει]] Hom.): [[ὅπλα]] ἐπάρμενα Hes. прочные снасти: [[ἐπάρμενος]] [[βίος]] Hes. заготовленные съестные припасы.
}}
}}