προσαποβάλλω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσαποβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, [[αποβάλλω]], [[διώχνω]] [[ακόμα]] πιο [[μακριά]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''προσαποβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, [[αποβάλλω]], [[διώχνω]] [[ακόμα]] πιο [[μακριά]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσαποβάλλω:''' сверх того терять: π. τι πρὸς ταῖς [[δώδεκα]] Arph. потерять что-л. сверх двенадцати (мин); (τοὺς φίλους) προσαποβέβληκε τοῖς χρήμασι Plut. помимо своего состояния, (Никий) потерял друзей.
}}
}}