ἔκβλητος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκβλητος:''' -ον ([[ἐκβάλλω]]), αυτός που έχει ριχθεί έξω ή [[μακριά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἔκβλητος:''' -ον ([[ἐκβάλλω]]), αυτός που έχει ριχθεί έξω ή [[μακριά]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκβλητος:''' <b class="num">1)</b> выброшенный (ἐν ψαμάθῳ Eur.);<br /><b class="num">2)</b> подлежащий удалению (νέκυες κοπρίων ἐκβλητότεροι Heracl. ap. Plut.).
}}
}}