ἄπροικος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπροικος:''' -ον ([[προίξ]]), αυτός που δεν έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]] ή σε [[προίκα]]· <i>ἄπροικον τὴν ἀδελφὴν διδόναι</i>, [[παντρεύω]] την [[αδελφή]] μου [[χωρίς]] να την έχω προικίσει, σε Ισαίο.
|lsmtext='''ἄπροικος:''' -ον ([[προίξ]]), αυτός που δεν έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]] ή σε [[προίκα]]· <i>ἄπροικον τὴν ἀδελφὴν διδόναι</i>, [[παντρεύω]] την [[αδελφή]] μου [[χωρίς]] να την έχω προικίσει, σε Ισαίο.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπροικος:''' без приданого Lys., Isae., Dem.
}}
}}