διπλασιόπλευρος: Difference between revisions

1b
(9)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διπλασιόπλευρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο πλευρές διπλάσιες στο [[μήκος]] από τις άλλες δύο.
|mltxt=[[διπλασιόπλευρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο πλευρές διπλάσιες στο [[μήκος]] από τις άλλες δύο.
}}
{{elru
|elrutext='''διπλᾰσιόπλευρος:''' имеющий продольную сторону вдвое длиннее поперечной (τὰς κλίνας ποιοῦσι διπλασιοπλεύρους Arst.).
}}
}}