3,274,917
edits
(9) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διπλασιόπλευρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο πλευρές διπλάσιες στο [[μήκος]] από τις άλλες δύο. | |mltxt=[[διπλασιόπλευρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο πλευρές διπλάσιες στο [[μήκος]] από τις άλλες δύο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διπλᾰσιόπλευρος:''' имеющий продольную сторону вдвое длиннее поперечной (τὰς κλίνας ποιοῦσι διπλασιοπλεύρους Arst.). | |||
}} | }} |