ἐκτέμνω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτέμνω:''' Επικ. και Ιων. [[τάμνω]], μέλ. <i>-τεμῶ</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αποκόβω]], [[καταστρέφω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· <i>ὀϊστὸν ἐκτάμνειν μηροῦ</i>, [[αφαιρώ]], [[κόβω]] και [[βγάζω]] [[βέλος]] από το μηρό, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κόβω]] δέντρα από το [[δάσος]], [[υλοτομώ]], στο ίδ.· λέγεται για σανίδες που χρησιμεύουν στη [[ναυπήγηση]] καραβιού, [[πελεκώ]], [[σκαλίζω]], [[σχηματίζω]], <i>nς νήϊον ἐκτάμνῃσιν</i> (Επικ. αντί <i>-τέμνῃ</i>), στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αφαιρώ]], [[αποκόβω]], [[χωρίζω]], [[διαιρώ]], σε Πίνδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευνουχίζω]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐκτέμνω:''' Επικ. και Ιων. [[τάμνω]], μέλ. <i>-τεμῶ</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αποκόβω]], [[καταστρέφω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· <i>ὀϊστὸν ἐκτάμνειν μηροῦ</i>, [[αφαιρώ]], [[κόβω]] και [[βγάζω]] [[βέλος]] από το μηρό, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κόβω]] δέντρα από το [[δάσος]], [[υλοτομώ]], στο ίδ.· λέγεται για σανίδες που χρησιμεύουν στη [[ναυπήγηση]] καραβιού, [[πελεκώ]], [[σκαλίζω]], [[σχηματίζω]], <i>nς νήϊον ἐκτάμνῃσιν</i> (Επικ. αντί <i>-τέμνῃ</i>), στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αφαιρώ]], [[αποκόβω]], [[χωρίζω]], [[διαιρώ]], σε Πίνδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευνουχίζω]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτέμνω:''' эп.-ион. [[ἐκτάμνω]]<br /><b class="num">1)</b> вырезывать (ὀϊστὸν μηροῦ Hom.; [[ὥσπερ]] [[νεῦρα]] ἐκ τῆς ψυχῆς Plat.); перен. очерчивать, описывать (τοιοῦτον [[σχῆμα]] ἐκτέμνουσιν αἱ ἀγόμεναι γραμμαί Arst.);<br /><b class="num">2)</b> отрезывать, отрубать (μηρούς Hom.; [[πλόκαμον]] Eur.; γλῶσσαν Her.; φυτὰ ἐκτετμημένα Arst.);<br /><b class="num">3)</b> перерезывать (τὸν λάρυγγά τινος Arph.; [[νεῦρα]] τῆς πόλεως Plut.);<br /><b class="num">4)</b> вырубать, срубать (αἴγειρον Hom.; [[ἔλαιον]] Soph.; τὰ πρέμνα Lys.);<br /><b class="num">5)</b> оскоплять, кастрировать (παῖδας Her.; τοὺς ἀλεκτρυόνας Plut.; [[ταῦρος]] ἐκτμηθείς Arst.): οἱ ἐκτετμημένοι Arst. кастраты;<br /><b class="num">6)</b> досл. подрезывать, перен. подсекать, разрушать (ἐλπίδας Anth.; τὴν ἀλκήν Plut.);<br /><b class="num">7)</b> med. усыплять бдительность, обезоруживать (τῇ φιλανθρωπίᾳ τινά Polyb.).
}}
}}