3,274,155
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκᾰφεύς:''' -έως, ὁ ([[σκάπτω]]), αυτός που σκάβει, [[σκαπανέας]], [[σκαφτιάς]], που διανοίγει ορύγματα ή τάφρους, σε Ευρ. | |lsmtext='''σκᾰφεύς:''' -έως, ὁ ([[σκάπτω]]), αυτός που σκάβει, [[σκαπανέας]], [[σκαφτιάς]], που διανοίγει ορύγματα ή τάφρους, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκᾰφεύς:''' έως ὁ землекопатель, т. е. земледелец Eur. | |||
}} | }} |