σκαφεύς: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκᾰφεύς:''' -έως, ὁ ([[σκάπτω]]), αυτός που σκάβει, [[σκαπανέας]], [[σκαφτιάς]], που διανοίγει ορύγματα ή τάφρους, σε Ευρ.
|lsmtext='''σκᾰφεύς:''' -έως, ὁ ([[σκάπτω]]), αυτός που σκάβει, [[σκαπανέας]], [[σκαφτιάς]], που διανοίγει ορύγματα ή τάφρους, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκᾰφεύς:''' έως ὁ землекопатель, т. е. земледелец Eur.
}}
}}