χωριστός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χωριστός:''' -ή, -όν ([[χωρίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ., με τοπική [[σημασία]], χωρισμένος, [[χωριστός]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευδιάκριτος]], στον ίδ.
|lsmtext='''χωριστός:''' -ή, -όν ([[χωρίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ., με τοπική [[σημασία]], χωρισμένος, [[χωριστός]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευδιάκριτος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χωριστός:''' [adj. verb. к [[χωρίζω]] II]<br /><b class="num">1)</b> отделимый (μόρια Arst.): χ. ἢ μεγέθει ἢ λόγῳ Arst. отделимый пространственно или мысленно;<br /><b class="num">2)</b> отдельный, обособленный, самостоятельно существующий (ἰδέαι χωρισταί Arst.);<br /><b class="num">3)</b> отчуждаемый ([[κτῆμα]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> отвлеченный (μαθήματα Arst.).
}}
}}