3,276,318
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δαιτῠμών:''' -όνος, ὁ ([[δαίς]]), αυτός που ψυχαγωγείται, προσκεκλημένος [[επισκέπτης]], συνδαιτημόνας, [[ομοτράπεζος]], στον πληθ., σε Όμηρ., Ηρόδ.· στον ενικ., σε Πλάτ.· ὁ [[ξένων]] [[δαιτυμών]], αυτός που τρέφεται από τη [[σάρκα]] των [[ξένων]], σε Ευρ. | |lsmtext='''δαιτῠμών:''' -όνος, ὁ ([[δαίς]]), αυτός που ψυχαγωγείται, προσκεκλημένος [[επισκέπτης]], συνδαιτημόνας, [[ομοτράπεζος]], στον πληθ., σε Όμηρ., Ηρόδ.· στον ενικ., σε Πλάτ.· ὁ [[ξένων]] [[δαιτυμών]], αυτός που τρέφεται από τη [[σάρκα]] των [[ξένων]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δαιτῠμών:''' όνος ὁ участник трапезы, сотрапезник, гость Hom., Her., Plat., Arst., Plut.: ὁ [[ξένων]] δ. Eur. пожиратель (своих) гостей, т. е. Полифем. | |||
}} | }} |