νυμφαγωγός: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυμφᾰγωγός:''' -όν, ὁ, αυτός που συνοδεύει, που οδηγεί τη [[νύφη]] από το [[σπίτι]] της στο [[σπίτι]] του γαμπρού, σε Ευρ.
|lsmtext='''νυμφᾰγωγός:''' -όν, ὁ, αυτός που συνοδεύει, που οδηγεί τη [[νύφη]] από το [[σπίτι]] της στο [[σπίτι]] του γαμπρού, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νυμφᾰγωγός:''' ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> провожающий невесту Eur., преимущ. в дом жениха Luc.;<br /><b class="num">2)</b> устроитель брака, сват Plut.
}}
}}