λωτοτρόφος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λωτοτρόφος:''' -ον ([[λωτός]] I), αυτός που παράγει λωτό, σε Ευρ.
|lsmtext='''λωτοτρόφος:''' -ον ([[λωτός]] I), αυτός που παράγει λωτό, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λωτοτρόφος:''' поросший лотосами, цветущий ([[λεῖμαξ]] Eur.).
}}
}}